Rallentando, rallentando |
Όροι Μουσικής

Rallentando, rallentando |

Κατηγορίες λεξικών
όρους και έννοιες

ιταλικό, φωτ. - επιβραδύνοντας; συντομογραφίες – rallent., ral.

Η ονομασία που χρησιμοποιείται στη μουσική σημειογραφία για μια ομαλή, σταδιακή επιβράδυνση του ρυθμού. Το νόημα συμπίπτει με τον προσδιορισμό ritardando και προσεγγίζει τον προσδιορισμό ritenuto. αντιτίθεται στη σημειογραφία της επιτάχυνσης ρυθμού – accelerando και stringendo.

Αφήστε μια απάντηση